μονοστέφανος

μονοστέφανος
η , ο первый раз вступивший в брак

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μονοστέφανος" в других словарях:

  • μονοστέφανος — η, ο (Α μονοστέφανος, ον) νεοελλ. αυτός που νυμφεύθηκε μία μόνο φορά αρχ. αυτός που νίκησε σε ένα μόνο άθλημα, που στεφανώθηκε σε έναν μόνον αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στέφανος (πρβλ. καλλι στέφανος)] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»